“Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους η μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται η β) από δάνεια, πιστώσεις η συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», Κ6χτά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποιηοη των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μια (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μία άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δάνειου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάζεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιλοποιούμιενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παραγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιουμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μετ6χβιβάζοντα η την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της π6χρ. 8 του ίδιου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν απο τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ηδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους Λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία η κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) to στοιχεία των συμβαλλόμενων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μια τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είνιχι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως ανω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοίχε icx ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: «Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό η χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα η και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση η την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατα καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγυως και εις ολοκληρον με τον διαχειριστή». Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτησεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβ6\λλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιουχου η μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομα του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρισεως του ν. 4354/2015 στο 6\ρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα Λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ ε£αίς)εση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει αηλα τους ός>ους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως mi απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρισεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρισεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι «Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141), 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)» (ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).Περαιτέρω, με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική εννομη τά£η δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες αποκτήσεως» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχειρίσεως» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπο την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δυο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τυπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β’ Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλοντ6Χΐ αφενός πιστωτικά ιδρύματα η ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική αδεια λειτουργίας απο την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητας τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορει να είναι είτε καθυστερούμενες ειτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1 – 3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως πς>ος το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτούν μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (η αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν. 4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρ6Χκολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.». Αντίθετα, σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογίες της ΑΠ 822/2022, «η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρισης δεν δύναται να επιδιώκει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμο της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση αφου ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδικου (μη δικαιουχου), όπως ρητα πράττει για τις εταιρίες διαχειρισεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Ειδικότερα, με την παρ. 4 του άρθς>ου 2 του 4354/2015 ιδς)ύεται μία Κ6\τ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, βάσει της οποίας οι ΕΔΑΠΔ νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδη των ΕΑΑΔΠ, που μετά την κατ’ άρθρο 3 ν. 4354/2015 κτηση των δανειακών απαιτήσεων με εκχώρηση από την αντίστοιχη (εκχωρητρια) Τράπεζα καθίστανται ειδικοί διάδοχοι της Τράπεζας. Η ανάθεση της διαχείρισης στην, επιλεγόμενη από την ΕΑΑΔΠ, εταιρεία ΕΔΑΠΔ θα γίνει με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεώς της ΕΔΑΠΔ είναι η προαναφερομενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία «απονέμει» στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδικου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιστοίχως, £χπό την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωποι και για Λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), χωρίς να απονέμεται σε αυτές όμως η Ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομ6Χ τους. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 δεν απονέμει στις προαναφερόμενες εταιρίες διαχειρίσεως ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προκειμένου να ασκήσουν τις ένδικες αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών η υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Τέλος, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επι των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3165/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του άρθρου 10 ν. 3156/2003 αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς όπως προειπώθηκε να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διαδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για Λογαριασμό της εντοΛέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η πας>οχη πΛηρεξουσιότητας μπορεί να καθ ιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παρ6\λληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η Κ6χθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλακτιο (ΑΠ 822/2022, Δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ “όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία (μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα”. Kara δε το άρθρο 64 παρ. 1 και 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα “όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από του νόμιμους αντιπροσώπους τους”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι στο πεδίο του αστικού δικονομικού δίκαιου δεν υφίσταται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσωπεύσεως και όποιος είναι ικανός για δικαιοπραξία διεξάγει τη δίκη με το δικό του όνομα, οποίος δε είναι ανίκανος εκπροσωπείται από το νόμιμο αντιπρόσωπό του. Μονές περιπτώσεις, που επιτρέπετ6χι εκούσια αντιπροσώπευση κατά τη διεξαγωγή της δίκης είναι οι προβλεπόμενες απο τις διατάζεις των άρθρων 472 παρ. 1 και 665 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ορίζουν η μεν πρώτη, ότι επι μικροδιαφορών, τον διάδικο, που δεν παρίσταται ο ίδιος, μπορούν να αντιπροσωπεύσουν και ο σύζυγος, οι ανιόντες και οι κατιόντες, οι συγγενείς δεύτερου βαθμού εξ αίματος η εξ αγχιστείας και οι έμμισθοι υπάλΛηλοί του, η δε δεύτερη οτι επί εργατικών διαφορών ol εργαζόμενοι μπορούν να εκπροσωπηθούν από άλλο εργαζόμενο, που ασκεί το ιδιο είδος επαγγέλματος και οι εργοδότες από υπάλληλό τους. Αλλιώς, οι ειδικές ρυθμίσεις δεν θα ήταν αναγκαίες, αν ήταν γενικώς επιτρεπτή η διεξαγωγή δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο. Εξάλλου, και οι διατάξεις των άρθρων 116, 118 αριθ. 5, 259 παρ. 2 και 310 παρ. 2 του ΚΠολΔ ως πρόσωπα, που μετέχουν στη δικη, κατονομάζουν μόνο τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους (επίτροπος, σύνδικος, διαχειριστής πολυκατοικίας κλπ), τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και δεν αναφέρουν τους εκούσιους αντιπροσώπους. Δεν μπορούν δε να εφαρμοστούν αναλογικώς στη διεξαγωγή της δίκης οι διατάξεις των άρθρων 211 επ. του ΑΚ περί εκούσιας αντιπροσωπεύσεως στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, ενόψει της κατά τα άνω προβλέψεως σε ειδικές περιπτώσεις της εκούσιας αντιπροσωπεύσεως στο πεδίο του δικονομικού δικαίου και των άλλων σκοπών, που υπηρετούν οι πιο πάνα) ουσιαστικού δίκαιου διατάξεις. Εξάλλου, η εκούσια αντιπροσώπευση στη διεξαγωγή της δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενη ούτε με επίκληση της διατάξεως του άρθρου 713 του ΑΚ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον εντολοδόχο να διεξάγει οποιαδήποτε υπόθεση του ανατεθεί από τον εντολές, αφού στην περίπτωση αυτή η εξουσία του εντολοδόχου μπορεί να περιοριστεί μόνο στην παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο να ασκήσει αγωγή ή ένδικο μέσο επ’ ονόματι του εντολέα του και να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, αν και την εντολή αυτη μπορεί να χορηγήσει απευθείας ο ίδιος ο εντολέας, χωρίς τη μεσολάβηση του εντολοδόχου, η οποία, παρεμβαλλόμενη, μόνο τη διεπουσα κάθε δίκη αρχή της οικονομίας πλήττει και δεν εξυπηρετεί κάποιο έννομο συμφέρον. Συνακόλουθα, δεν συγχωρείται στην πολίτικη δικη ο διορισμός εκούσιου αντιπροσώπου για τη διεξαγωγή αυτής, έστω και αν ο τελευταίος διορίσει δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο προς αναπλήρωση της ελλειπούσης ικανότητας να παρίσταται στο δικαστήριο. Συνεπεία του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο είναι το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο, το οποίο ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις και εξετάζεται απο το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, κατ άρθρο 73 του ΚΠολΔ.». Από τις διατάξεις, λοιπόν, των άρθρων 63 παρ.1 εδ. α kcxi 64 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται οτι στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου, δεν υφίστ6χται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης. Οποιος είναι ικανός για δικαιοπραξία, διεξάγει τη δίκη με το δικό του όνομα, όποιος δε είναι ανίκανος εκπροσωπείται από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του. Οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργούνται από εκούσιο αντιπρόσωπο έστω και δια πληρεξουσίου δικηγόρου, είναι απαράδεκτες και το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (ίδ. ως άνω ΑΠ 45/2007). Εξάλλου, η εκούσια αντιπροσώπευση εισάγεται περιορισμένα μόνο από τον δικονομικό νομοθέτη και μόνο για την αποκατάσταση της ελλείπουσας ικανοτητας προς το δικολογείν, με διορισμό δικηγόρου ως δικαστικού πληρεξουσίου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλογικά οι ορισμοί της διάταξης 211 ΑΚ. Μόνες δε περιπτώσεις στις οποίες μέχρι πρότινος (πριν δηλαδή τις τροποποιήσεις που επέφερε στον ΚΠολΔ ο Ν. 4335/2015) επιτρεπόταν εκούσια αντιπροσώπευση κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ήταν οι προβλεπόμενες από τις καταργηθείσες πλέον διατάξεις των άρθρων 472 παρ. 1 και 665 παρ. 1 ΚΠολΔ, για εκπροσώπηση διαδίκων επί μικροδιαφορών και εργατικών διαφορών. Αλλά οι ειδικές ρυθμίσεις δεν θα ήταν αναγκαίες, αν ήταν γενικώς επιτρεπτή η διεξαγωγή της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο. Εξαλλου και οι διαταξεις των άρθρων 116,118 παρ. 5, 259 παρ. 2 και 310 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως πρόσωπα που μετέχουν στην δίκη κατονομάζουν μόνο τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους (επίτροπος, σύνδικος κλπ.) και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και δεν αναφέρουν τους εκούσιους αντιπροσώπους. Συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλογικά στη διεξαγωγή της δίκης, οι διατ6χ£εις των άρθρων 211επ. του ΑΚ περί εκούσιας αντιπροσώπευσης του ουσιαστικού δικαίου, ενόψει τόσο της καθολικής πλέον απαγόρευσης της εκούσιας αντιπροσώπευσης στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, μετά και την κατάργηση των κατά τα παραπάνω ειδικών προβλέψεων για τις μικροδιαφορές και τις εργατικές διαφορές οσο και των άλλων σκοπών που υπηρετούν οι πιο πάνω ουσιαστικού δίκαιου διατάξεις. Εξάλλου, η εκούσια αντιπροσώπευση στη διεξαγωγή της δίκης, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενη ούτε με επίκληση της διαταξης του άρθρου 713 ΑΚ. , η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον εντολοδόχο να διεξάγει οποιαδήποτε υπόθεση του ανατεθεί από τον εντολεα, αφού στην περίπτωση αυτή, η εξουσία του εντολοδόχου μπορεί να περιορισθεί μόνο στην παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο να ασκήσει αγωγή η ένδικο μέσο επ’ ονοματι του εντολέα και να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, αν και την εντολή αυτή μπορεί να χορηγήσει απευθείας ο ίδιος ο εντολέας χωρίς τη μεσολάβηση του εντολοδόχου. Συνακόλουθα δεν συγχωρείται στην πολίτικη δίκη, ο διορισμός εκουσίου αντιπροσώπου για τη διεξαγωγή αυτής , έστω και αν ο τελευταίος διορίσει δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο προς αναπλήρωση της ελλείπουσας ικανότητας να παρίσταται στο δικαστήριο. Έτσι και κατά μείζονα λόγο δεν νοείται εκπροσώπηση του διαδίκου απο τον αντίκλητο του, ο οποίος και δεν τυγχάνει παρά μόνο εκούσιος αντιπρόσωπος με περιορισμένη όμως πληρεξουσιότητα , ως προς μονη δηλαδή την παραλαβή εγγράφων (αρθρ. 121 και 142 ΚΠοΛΔ). Συνεπεία του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπό είναι το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο το οποίο ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ (ΑΠ1726/2013, ΑΠ45/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 683/1985 Αρμ 1986.156, Εφθεσ2823/1990 Δνη33.1225, Εφθες 258/1977 Αρμ1977.309, Εφθες202/1975 δΐ 975.563, ΠολΠρΣυρ 67/2003, ΑρχΝ2006.113, ΠολΠρΘες 2461/1987Αρμ 1988.1232, ΜονΠρΑθ 2084/1983 Δ 14.247, ΜΠρΑΘ856/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ειρθεσ793/1997 Αρμ 1997.1114). Δοθέντος λοιπόν ότι, η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, έχει κριθεί, όταν πρόκειται για τιτλοποιημένες απαιτήσεις του ν. 3156/2003, ότι υπάρχει έλλειψη νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων, διότι ούτε ο νομος παρέχει σ’ αυτές τις εταιρίες το δικαίωμα παράστασης ως μη διΚ6Χΐουχος διάδικος, ούτε η σύμβαση μπορει να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (εκούσια αντιπροσώπευση) [ΜονΕφΑΘ 1858/2022, ΜονΕφΑΘ 3577/2022 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜονΕφθες 494/2022 ΕλλΔνη 3/2022, ΜονΕφΑαρ. 250/2022]. Εξάλλου, «ο νόμος (3156/2003) δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4» (ΑΠ 909/2021 -Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) και οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων διάδικων, όπως είναι και αυτή των εταιρειών διαχείρισης του ν. 4354/2015, δεν θα πρέπει να συγχέονται με αυτές των νομίμων αντιπροσώπων των διάδικων, οι οποίοι ενεργούν εν ονοματι και για Λογαριασμό του δικαιούχου (ΒΛ. Αποστολάκης Γ., Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεσης της δίκης , ΕΠοΛΔ2018, σελ. 232 επ). Η δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου, να εναγάγει ιδιω ονόματι για την απαίτηση, αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευμένης δικαιοπρακτικής διάθεσης της νομιμοποίησης (βλ. ΑΠ 45/2007,ΕφΛαρ 84/2020 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αίτηση ο αϊτών εκθέτει οτι, η καθης αιτήθηκε και πέτυχε την υπ’αριθμ. 2567/2022 Διαταγή ΠΛηρωμης του Δικαστή του ΜονομεΛούς Πρωτοδικείου Αθηνατν. Οτι εν συνεχεία ο ίδιος ο αϊτών άσκησε νομιμως και εμπροθέσμως την επισυναπτόμενη στην κρινομενη Αίτηση Ανακοπή ενώπιον του ΜονομεΛούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατα της ως άνω Διαταγής ΠΛηρωμης, περίεχουσα Λόγους ανακοπής. Ζητεί δε, να ανασταλεί η εκτέλεση της εν Λόγω δΐ6χταγής μέχρι έκδοσηςκης αποφασεως επί της από 3-5-2022 με ΓΑΚ 54027/2022 και ΕΑΚ 4675/2022 ασκηθείσας Ανακοπής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς, κατα τα στην αίτηση διαλαμβανόμενα, πιθανολογείται σφόδρα η ευδοκίμηση αυτής, ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, ο αϊτών θα υποστει ανεπανόρθωτη και ουσιώδη βλάβη.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατα τη διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των 6χρθρουν 686 επ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ως άνω Ανακοπή κατά της υπ’αριθμ. …………../2022 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έχει ασκηθεί εμπροθέσμους και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την ένορκη στο ακροατήριο κατάθεση της μαρτυρα ……………….. του ……………., την εξέταση του οποίου πρότεινε ο αϊτών και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθης, φερόμενη ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ………………… αιτήθηκε και πέτυχε την υπ’αριθμ. …………./2022 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατα του καθού νυν αιτούντος, με την οποία διατάχθηκε ο τελευταίος να καταβάλει στην αιτούσα τα σε αυτήν αναφερόμενα ποσά, κατά το είδος αυτών. Εν συνεχεία, ο καθού και νυν αϊτών άσκησε νομίμως και εμπροθέσμους την επισυναπτόμενη στην κρινόμενη Αίτηση Ανακοπή κατά της ους ανου Διαταγής Πληρωμής, περιέχουσα λόγους ανακοπής, μεταξύ των οποίων και ο lος λόγος, με τον οποίο ο εκεί ανακόπτουν (και νυν αιτούν) βάλλει κατά της ανακοπτόμενης Διαταγής, επικαλούμενος ακυρότητα αυτής, λόγου διαδικαστικού αποραδέκτου, ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της αιτούσας τη Διαταγή και νυν καθής.
Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, καθώς, σύμφωνα και με τα αναλυτικούς προεκτεθέντοχ στην ως άνου μείζονα φερομενη ως αιτούσα την έκδοση αυτής δεν προσκόμισε νομιμοποιητικά έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι η τότε αιτούσα και νυν καθής περιέλαβε και την επίδικη απαίτηση, μεταξύ αυτών που της εκχώρησε η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού ………………….., αφού η απαίτηση αυτή δεν περιλαμβάνεται στο υπ’ αριθμ. …………………. έγγραφο εκχώρησης απαιτήσεων μεταξύ τους, έλλειψη που προκύπτει και από την ίδια πληττόμενη Διαταγή και συνεπώς ελλείπει η διαδικαστική προϋπόθεση απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της τότε αιτούσας την έκδοση και νυν καθής.
Μετά ταύτα και δεδομένου ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων λόγω της επικείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντα των αιτούντων θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθής, δυνάμει της ως άνω Διαταγής Πληρωμής, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσης από 3-5-2022 Ανακοπής (ΓΑΚ ……………/2022), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να επιδικασθεί η δικαστική δαπάνη της καθής σε βάρος του αιτούντος (βλ. ανωτέρω), ως στο διατακτικό ορίζεται.”.