Προφορική ανάθεση σύμβασης σε ιδιώτη από Δήμο – δικαιοδοσία πολιτικών Δικαστηρίων – αδικαιολόγητος πλουτισμός – ΜΠρωτΧαλκ 316/2020

Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτά, μεταξύ δε ίων διαφορών αυτών περιλαμβάνονται, κατά την παρ. 2 περ. ι’ του παραπάνω άρθρου, και οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, οι οποίες εκδικάζονται κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ίδιου νόμου και στη συνέχεια, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α’ του ΚΔΔ (Ν. 2717/1999), από τα Διοικητικά Εφετεία. Η σύμβαση δε θεωρείται ως διοικητική αν συντρέχουν (σωρευτικά) οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), β) με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίον ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, και προσιδιάζει σε συμβατικό δεσμό που συνάπτεται με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και οι οποίες προκύπτουν είτε από το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακήρυξης, είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης (ΑΕΔ 6/2007). II. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 158 ΑΚ προκύπτει ότι «η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου ο νόμος το ορίζει» και από την παράγραφο 1 του άρθρου 159 ΑΚ προκύπτει ότι «δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη». Εξάλλου, με το άρθρο 41 του Ν.Δ. 496/ 1974 «Περί λογιστικού των ΝΠΔΔ», ορίζεται ότι «Πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του νομικού προσώπου, έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών [ήδη 150.000 δραχμών, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών – ΦΕΚ 447/1992 ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β’ 1427/2001 2.500 ευρώ) ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου (…) II πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως». Σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης των ως άνω συμβάσεων δεν χωρεί, πάντως, θεραπεία της ακυρότητας αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 2 του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος με την εκπλήρωσή της σύμβασης, καθ’ όσον το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις όπου η πρόταση προς κατάρτισή της έχει υποβληθεί εγγράφως, χωρίς να ακολουθήσει έγγραφη αποδοχή της (ΟλΑΠ 862/1984, ΕΕΔ 43, 627, ΑΠ 61/1996, ΕΕργΔ 1997, 597). III. Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, “ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απεκόμησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, αφού για αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (βλ. ΑΠ 3/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Τέλος, κατά το άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ Έφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Δεν συνιστά, όμως, τέτοια ειδική αμφισβήτηση ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής (βλ. ΑΠ 3/2020, ό.π., ΑΠ 93/2016, ΑΠ 530/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι μεταξύ του ίδιου και του εναγομένου ΝΠΔΔ, ως εκπροσωπούνταν από το Δήμαρχο, καταρτίστηκε στα τέλη Ιουλίου του 2019 προφορική σύμβαση προμήθειας, βάσει της οποίας ο πρώτος ανέλαβε να πωλήσει στο δεύτερο ποσότητες έτοιμου μπετόν, για το σκοπό κάλυψης επειγουσών αναγκών του. Ότι προς εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής του (ο ίδιος) παρέδωσε στον εναγόμενο Ο.Τ.Α. τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο ποσότητες, με αντίστοιχη ανεπιφύλακτη παραλαβή τους, έναντι των ομοίως αναφερόμενων επιμέρους τιμημάτων, καθώς και ότι σχετικώς εξέδωσε ένα συνολικό τιμολόγιο ύψους 34.845,73 ευρώ, περιλαμβανομένου του ανάλογου Φ.Π.Α. Ότι παρά την προσήκουσα από πλευράς του εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων του και την χρήση των προμηθειών από πλευράς του εναγομένου, το τελευταίο εξακολουθεί να του οφείλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Ότι άλλως, επικουρικώς, σε περίπτωση κατά την οποία η ένδικη σύμβαση κριθεί ως άκυρη, είτε λόγω της μη τήρησης του έγγραφου τύπου, είτε λόγω της μη εγγραφής στον προϋπολογισμό του εναγομένου εξειδικευμένης προς τούτο πίστωσης, το τελευταίο του οφείλει το ίδιο χρηματικό ποσό βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθ’ όσον κατέστη πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας του (ενάγοντος), δεδομένου του ότι το ποσό αυτό θα κατέβαλε σε άλλον προμηθευτή για την αγορά των ίδιων υλικών, ο δε πλουτισμός του διατηρείται έως σήμερα. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί, το αίτημα της αγωγής τράπηκε στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, παραδεκτά, ήτοι με δήλωση που περιέχεται στο νομότυπα κατατεθέν δικόγραφο των προτάσεών του (άρθ. 223 εδ. β’ ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο ΝΓΤΔΔ υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 34.845,73 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Επιπλέον, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος Δήμος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με βάση το εκτεθέν περιεχόμενο, η αγωγή φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθ. 14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ), το οποίο, εξάλλου, διαθέτει δικαιοδοσία διότι η ένδικη σύμβαση ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, καθώς δεν περιέχει όρους που να επιτρέπουν στον εναγόμενο Δήμο μονομερείς επεμβάσεις στο συμβατικό πλαίσιο, ούτε διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του τελευταίου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς, ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του ενάγοντος, ήτοι σε θέση μη προσιδιάζουσα στο δυνάμει των διατάξεων αυτού συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I προηγηθείσα μείζονα σκέψη, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία. […]